- γογγύλι
- το (Α γογγύλη και γογγυλίς, ηΜ γογγύλιν, το) [γογγύλος]είδος λάχανου με στρογγυλό υπόγειο βλαστό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γογγύλι — το η γογγύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γογγυλί — γογγυλίς turnip fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… … Dictionary of Greek
ραβιόλια — τα, Ν είδος εδέσματος από μικρά τετράγωνα τεμάχια ζύμης, που περιέχουν κιμά και καρικεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ravioli < διαλ. τ. ιταλ. raviolo «μικρό λάχανο, γογγύλι», υποκορ. τού rava < λατ. rapa «ραπάνι, γογγύλι»] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
γογγυλίς — η βλ. γογγύλι … Dictionary of Greek
γογγύλη — η βλ. γογγύλι … Dictionary of Greek
γόγγυλο — το το γογγύλι … Dictionary of Greek
καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου … Dictionary of Greek